κτίσιν

κτίσιν
κτίσις
founding
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Hipis — Este artículo o sección necesita referencias que aparezcan en una publicación acreditada, como revistas especializadas, monografías, prensa diaria o páginas de Internet fidedignas. Puedes añadirlas así o avisar a …   Wikipedia Español

  • отъданиѥ — ОТЪДАНИ|Ѥ (69), ˫А с. 1.Возвращение, возврат, возмещение: мьзды ѿ||даниѥ приимете. ЖФП XII, 26–27; ѡнъ же на ѿданье злата убо не iмать. (εἰς κτίσιν) КР 1284, 294б; гонима есмь ѿ заимодавець давѧщихъ мѧ. на ѿданье (не) имѹщи. (οὐ δι’ ἀνταπόδοσιν)… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • κτίση — η (AM κτίσις) [κτίζω] 1. κτίσιμο, ίδρυση, θεμελίωση, ανέγερση («η κτίση τής Ρώμης» η ίδρυση τής Ρώμης ως αφετηρία χρονολόγησης που χρησιμοποιήθηκε από Λατίνους συγγραφείς και απαντά σε επιγραφές και η οποία, κατά την επικρατέστερη εκδοχή,… …   Dictionary of Greek

  • προβάλλω — ΝΜΑ [βάλλω] 1. βάζω, απλώνω κάτι εμπρός, εκτείνω ή ρίχνω προς τα εμπρός (α. «πρόβαλε το κεφάλι της από το παράθυρο και μέ φώναξε» β. «τοὺς μαζοὺς κυσὶ προέβαλε», Ηρόδ.) 2. (το ενεργ. και, στην αρχαία, και το μέσ.) προτείνω ως επιχείρημα για… …   Dictionary of Greek

  • συνανάκρασις — άσεως, ἡ, ΜΑ [συνανακεράννυμαι] 1. ανάμιξη, σύμμιξη («πρὸς τὴν αἰσθητὴν κτίσιν γίνεταί τις τοῡ νοητοῡ συνανάκρασις», Γρηγ. Νύσσ.) 2. η ένωση δύο φύσεων, τής ανθρώπινης και τής θεϊκής, στο πρόσωπο τού Χριστού μσν. 1. σχέση μεταξύ προσώπων 2.… …   Dictionary of Greek

  • υποσχεδιάζω — Α [σχεδιάζω] (για τον Θεό) ολοκληρώνω κάτι αυτόματα, χωρίς καμιά δυσκολία («κτίσιν ὑποσχεδιάσας», Κύριλλ.) …   Dictionary of Greek

  • Κάδμος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Θεωρείται ο ιδρυτής της πόλης των Θηβών. Υπήρξε τυπικό παράδειγμα πνευματικού ήρωα στον οποίο αποδίδονταν, εκτός από τους θεσμούς των Θηβών, εφευρέσεις πανανθρώπινης σημασίας, όπως η γραφή και η μεταλλουργία. Ο μύθος του K …   Dictionary of Greek

  • Πάριο Χρονικό ή Πάρια Μάρμαρα — Αρχαία ελληνική επιγραφή, που βρέθηκε στην Πάρο και αποτελεί χρονολογικό πίνακα διαφόρων γεγονότων κατά το διάστημα 1.318 ετών της ελληνικής ιστορίας, από το 1581 80 π.Χ., εποχή του μυθικού βασιλιά της Αθήνας Κέκροπα, έως το 263 262 π.Χ., έτος… …   Dictionary of Greek

  • ВОДООСВЯЩЕНИЕ — [греч. ἁγιασμὸς (τῶν ὑδάτων); лат. aquae benedictio], церковное священнодействие, посредством к рого вода как один из первоэлементов тварного мира получает Божие благословение и освящение. Совершение В. свидетельствует об обновлении и… …   Православная энциклопедия

  • ЗААМВОННАЯ МОЛИТВА — Заамвомвонная молитва Заамвомвонная молитва [εὐχὴ ὀπισθάμβωνος, в рукописях также встречаются наименования εὐχὴ ἐπισθάμβωνος или τῆς ἀπολύσεως], молитва, читаемая священником в конце Божественной литургии, перед Пс 33. З. м. является… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”